Monday, March 7, 2022

Ο ουρανός γέμισε τσερκένια...Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Εστία

Άνοιξε το Τριώδι.

Τα κοριτσάκια του μαχαλά ντυθήκανε κουδουνάτοι με ό,τι παλιατσαρίες βρεθήκανε μες στα φορτσέρια. Τ’ αγόρια, με μια μουτσούνα μακρομύτα το σκάζανε σε άλλους μαχαλάδες για να ’χουνε πιο το ελεύθερο, βγήκανε βόλτα οι αραμπάδες με το τουμπελέκι, εριμιόλα ειβαλά, το γαϊτανάκι, ο ξυλοπόδαρος και όλα συνηθισμένα της απόκριας — το βραδάκι, εδώ κι εκεί, μια κιθάρα ή ένα μαντολίνο, τη νύχτα πληθαίνανε οι πατινάδες κ’ ήτανε όμορφα να σε ξυπνάει, τα χαράματα, έν’ αργοπορημένο από τον έρωτα και μερακλίδικο βιολί με συνοδεία σαντούρι, κι όσο παιδί κι αν ήσουνα λίγωνε η καρδιά σου κι έπλαθες όνειρα πάνω που σε ξανάπαιρνε ο ύπνος. Κι ο Τσουρτσούρας, ο κλεφτοσκυλάς, ανέβαζε σε ανοιχτή καρότσα ένα οργανάκι μαζί με τον οργανατζή, γυρόφερνε τα σοκάκια, μέρα μεσημέρι, κοκκινομύτης, θρονιασμένος επίσημος και σοβαρός, όπως πάντα σαν ήτανε σκνίπα στο μεθύσι. Και τ’ οργανάκι έπαιζε Λουτσία ντι Λαμερμούρ.

Φέτος πρωτακούστηκε στο μαχαλά το μερακλίδικο τραγούδι:

  Είσ’ εσύ δι’ εμένα ο κόσμος,
     είσ’ εσύ δι’ εμένα θησαυρός…
  

κι εκείνο το άλλο το σέρτικο:

  Άδικά ’τανε τα λόγια,
άδικα και τα φιλιά,
μέσα στην καρδιά σου, δόλια,
είχες όχεντρας φωλιά.
  

Μα το μεγάλο γλέντι ολάκερης της πολιτείας ήτανε το απόγεμα της τελευταίας Κυριακής. Αυθόρμητο, δίχως καμιά διοργάνωση και κομιτάτα. Ένα ξεχείλισμα χαράς, ένα κουβαρνταλίκι.

Ο κόσμος ξεχυνότανε στους δρόμους ακολουθώντας μια ορισμένη διαδρομή: Τράσα, πλατεία Μπελλαβίστα, έστριβε κι έβγαινε στο Χαλεπλί, Ζέρβα Φούρνο, Κατιρτζόγλου, Μπογιατζίδικα, και πάλι Τράσα και συνέχεια, κάπου τρία χιλιόμετρα όλα μαζί που τα ’φερνες γύρα δυο τρεις φορές — από του Ζέρβα κλαδιζόσουνα και στο Φαρδύ του Αι-Δημήτρη, αν είχες καμιά γιαβουκλού να της πετάξεις ένα μπουκετάκι μενεξέδες ή ένα διπλό ζουμπούλι, κι ακόμα παραπέρα στο Φαρδύ της Αρμενιάς αν γλυκοκοίταζες καμιά Αρμενοπούλα: τη μέρα εκείνη, μηδέν παρεξήγηση απ’ τους δικούς τους.

Πήχτρα ο κόσμος κ’ οι καρότσες. Ο κυρ Αργύρης ο ταβερνάρης με την παρέα του, ντυμένοι φουστανελάδες, πάνω στ’ αλόγατα, άλλοι φουστανελάδες, πεζοί και καβαλάρηδες, βλαχοπούλες, ναύαρχοι, στρατηγοί, ντόμινα, παλιάτσοι, κολομπίνες, αρλεκίνοι, πεζούρα ή μέσα σε καρότσες, μουσικές — γυναικόκοσμος, ομορφόκοσμος μαζεμένος στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, βροχή λουλούδια, σερπαντίνες, κονφετί, στις οξώπορτες αφράτα δουλικά, τσαμπούρνες, μπαλόνια σκάζανε, σφυρίχτρες που ξετυλίγονταν σα σφύριζες και βρίσκανε κατάμουτρα τον καρσινό σου, χλαλοή, στα τρίστρατα μορτάκια με χαρτοσακούλες γεμάτες λόπια παραμονεύανε ποιος θα περάσει με μπομπέ: βουρ! και τα λόπια κροταλίζανε πάνω στο σκληρό καπέλο και κοκκινίζανε το σβέρκο του λιμοκοντόρου —μια τρέλα, μια χρυσόσκονη, ένα κεφάτο ρεμπελιό τυλίγανε την πολιτεία.

Και μέσα σ’ αυτό το πατιρντί, σε μια ανοιχτή καρότσα που τη σέρνανε δυο γυαλιστερά αλόγατα, καράδες, στεφανωμένα με χάρτινα λουλούδια άσπρα και γαλάζια, συνεπαρμένοι και άλαλοι, ο Γιακουμής και η Κατερινούλα — η Κατερινούλα δίχως το κίτρινο γατί στην αγκαλιά, για μια φορά. Ο νουνός της και θείος της μαζί, ένας μπεκιάρης σαρανταρίτης, καροτσιέρης του Φασουλά με δικιά του καρότσα, είχε τάξει της Κατερινούλας να τη βγάζει σεργιάνι με την καρότσα κάθε χρόνο στα γενέθλιά της. Και σύμπτωση , φέτος, τα γενέθλιά της πέσανε την τελευταία Κυριακή της απόκριας. Ο μπαρμπα-Κωστής το συλλογίστηκε λιγάκι, γιατί, μέρα που ήτανε, αν έπαιρνε αγώι, μπορεί να ’βγαζε και μια χρυσή λιρίτσα. Μα το τάξιμο, τάξιμο. Είχε και αδυναμία στην ανιψιά του.

Η Κατερίνα είχε βάλει όρο να την παίρνει μονάχη της σεργιάνι, σα μεγάλη κυρία, δίχως τη μητέρα και τον πατέρα της. Λοιπόν, τρεις και μισή το απόγεμα, οι γειτόνισσες είχανε βγει στις πόρτες να δούνε την Κατερινούλα ν’ ανεβαίνει στην καρότσα.

—Και νύφη! Και νύφη! της φωνάζανε, όσο καμάρωνε η μητέρα της.

Ξεκινήσανε. Καθώς περνούσανε απ’ το Φαρδύ του Αι-Γιάννη για να βγουν στη Μπελλαβίστα, το μάτι της Κατερίνας πήρε το Γιακουμή, που ’τρεχε να προφτάσει την παρέα του.

—Μπάρμπα Κωστή! Στάσου! Σταμάτα! φώναξε του θειού της. Εκείνος κράτησε τ’ αλόγατα, κι από το ψηλό του κάθισμα γύρισε το κεφάλι του να δει τι συμβαίνει.

—Μπάρμπα Κωστή, να πάρομε το Γιακουμή; Ε, Γιακουμή! φώναξε δίχως να περιμένει απάντηση. Εδώ! Έλα δω, ανέβα στην καρότσα.

—Μα εσύ δεν ήθελες να σε βγάζω μονάχη, σαν κοκόνα; διαμαρτυρήθηκε ο θειός της.

—Σήμερα είναι απόκριες.

—Καβαλιέρο που τον διάλεξες! γκρίνιασε ο μπάρμπα Κωστής, που το φτωχικό ντύσιμο και η αδυναμιά του Γιακουμή δεν του γεμίσανε το μάτι.

—Ας είναι. Ανέβα, βρε πιτσιλήθρα, είπε του Γιακουμή, που στεκότανε σα χαζός.

Και τώρα, καταμεσής στα Τράσα, τα δυο παιδιά κάθονταν αμίλητα. Η Κατερίνα με την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά της, σαστισμένη, αφαιρεμένη, πρώτη φορά μέσα σε τέτοιο ταβατούρι, ο Γιακουμής μαζεμένος στη γωνιά του, άπραγος από καρότσα. Κρατούσανε κ’ οι δυο στο χέρι από μια σακουλίτσα κονφετί, που τους είχε αγοράσει ο μπάρμπα Κωστής.

Γύρισε το κεφάλι του:

—Γιατί δε μιλάτε, βρε κουτάβια; Τι συλλογιέστε σα ντερβίσηδες;

Η Κατερινούλα είπε:

—Συλλογιέμαι την ευτυχία.

Το μπαγάσικο! μουρμούρισε από μέσα του ο μπάρμπα Κωστής, μιλάει σα μεγάλη. Ύστερα είπε φωναχτά:

—Βρε γέλα! Είν’ απόκριες! Πέταξε κονφετί!… Ε! Βάρδα μπρος!

Τα δυο παιδιά κοιταχτήκανε, γελάσανε, βγάλανε από μια φούχτα κονφετί και τα πετάξανε το ένα στ’ άλλο και τα μαλλιά τους γεμίσανε πολύχρωμα χαρτάκια. Αυτό ’τανε. Ξεθαρρέψανε, πειράζανε τις κουδουνάτοι, ο μπάρμπα Κωστής τσακωνότανε με όποιους θυμώνανε και βρίζανε τα παιδιά, τους φοβέριζε με το καμουτσί. —Κοίτα τούτον εδώ το φούσκα! Κοίτα εκείνον το γλίτση! φωνάζανε τα παιδιά— μαζεύανε τις σερπαντίνες που πέφτανε μισοξετύλιχτες μες στην καρότσα και τις ξαναπετούσανε, κάνανε σα μεθυσμένα, κάποιος από ένα μπαλκόνι πέταξε μια κόκκινη καμέλια και φώναξε γελώντας: —Για τη δεσποινίδα με την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά! —μα δε σημάδεψε καλά, κ’ η καμέλια έπεσε πίσω από την καρότσα. —Στάσου, μπάρμπα Κωστή! φώναξε η Κατερίνα, μα η καμέλια είχε κιόλα τσαλαπατηθεί, πίσω ερχότανε άλλη καρότσα, μέσα στην ίδια ζούρλια, η ντελμπεντέρισσα πολιτεία φόραγε στραβά τη σκούφια της, μια τρίτη βόλτα — και ξαφνικά τα δυο παιδιά χάσανε το κέφι τους, καθόντανε σα μουδιασμένα, γιατί ανάψανε τα φανάρια στα σοκάκια, καίγανε κάπου κάπου, από παράθυρα, ένα βεγγαλικό και ήτανε τόσο χλωμά, το φως των φαναριών και τα βεγγαλικά μέσα στο σούρουπο, και τόσο μελαγχολικά, και τότε προσέξανε πως είχε αραιώσει ο κόσμος, αλήθεια, σχεδόν είχαν αδειάσει τα σοκάκια, πως δεν το πήρανε είδηση, και σα φτάσανε κοντά στο χάνι του Φασουλά, ο μπάρμπα Κωστής κράτησε τ’ αλόγατα, γύρισε το κεφάλι του και είπε:

—Τέλος. Ο κάθε κατεργάρης στο μπάνκο του.

Τ’ αλόγατα, είπε, ήτανε κουρασμένα, έπρεπε να τα ξεζέψει και να τα βάλει στο παχνί. —Και ύστερα θα σε πάω…

—Μη νοιάζεσαι, μπάρμπα Κωστή, τον έκοψε η Κατερίνα. Θα με πάει στο σπίτι ο Γιακουμής.

Ο θειός κοίταξε το Γιακουμή με αμφιβολία:

—Είσαι άξιος να φυλάγεις το κορίτσι;

—Ο Γιακουμής; πετάχτηκε η Κατερίνα. Έδειρε μια φορά ένα μεγάλο αγόρι που με ’πε παλαβή — κι έκανε το μάτι του Γιακουμή.

Ανέβηκε στο μπροστινό καναπεδάκι, αγκάλιασε το θειό της και τον φίλησε στα δυο μάγουλα.

—Μαργιόλα, μουρμούρισε ο μπάρμπα Κωστής.

Τα δυο παιδιά πήρανε το δρόμο για το γυρισμό. Τα Τράσα ήτανε στρωμένα με κονφετί, σερπαντίνες, αδειανές χαρτοσακούλες, μαραμένα λουλούδια, τσαλαπατημένες καβαλίνες. Είχε σκοτεινιάσει πια. Τα φανάρια φέγγανε λιγότερο μελαγχολικά.

Ο κάθε κατεργάρης στο μπάνκο του. Μια δυο παρέες κουδουνάτοι, τσαλακωμένοι, σέρνανε άκεφα τα ποδάρια τους, αναρωτιόσουνα που να πηγαίνανε. Σε πολλά σπίτια, η σάλα, στο ισόγειο, ήτανε φωτισμένη, αλλού έρημη, αλλού ένα δυο άντρες, μια δυο γυναίκες, κουβεντιάζανε κουρασμένα ή σωπαίνανε, ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες. Δουλικά φροκαλούσανε τις μαρμαροστρωμένες αυλές —σήμερα τις λένε χωλ— κι αυτές γεμάτες φρόκαλα και κονφετί. Μια πολίτσια με δυο ζαντάρμες περιπολούσανε, μπαϊραμντάν σόνρα. Σε μια σάλα, μια κοπέλα, μονάχη, καθότανε στο πιάνο κι έπαιζε, με την πλάτη γυρισμένη, ένα κομμάτι όλο τρίλιες. Τα δυο παιδιά σιμώσανε στο χαμηλό παράθυρο, ακουμπήσανε τους αγκώνες στο πρεβάζι κι ακούγανε τη μουσική μέσ’ από τα σφαλιχτά τζάμια. Πλάι στον αγκώνα του Γιακουμή, παραπεσμένη, κειτότανε μια κόκκινη καμέλια, σε κάπως καλή κατάσταση. Την πήρε, τη φύσηξε για να τη φρεσκάρει, και την πρόσφερε στην Κατερίνα, που αφαιρεμένη, παρακολουθούσε τα χέρια της κοπέλας όποτε ξεπροβάλλανε, δεξιά ζερβά, πάνω στα κόκαλα του πιάνου.

—Α! έκανε η Κατερινούλα.

Κοίταζε την κόκκινη καμέλια, εκστατική — και ξαφνικά τον αγκάλιασε απ’ το λαιμό για να του χαμηλώσει το κεφάλι, και τον φίλησε στο μάγουλο.

Την άλλη μέρα, Καθαρή Δευτέρα, οι τουρκογύφτισσες, κλαδωτές, σεινάμενες κουνάμενες πάνω στα ψηλά τακούνια τους, πήρανε τα σοκάκια πρωί πρωί, ζητιανεύοντας τ’ αποκριάτικα αποφάγια.

—Μάντζα, κοκόνα, μάντζα!

—Μάντζα, μακαρόνια, μάντζα!

Κι ο ουρανός γέμισε τσερκένια, που κορωνίζανε, ψηλά, χωνεμένα μέσα στο γαλάζιο.

Κάποιες φορές, τη νύχτα, σηκώνεις τη ματιά σου κι αγναντεύεις τ’ άστρα, περιμένοντας μήπως σταλάξουνε κάποιο βάλσαμο, κάποια παρηγοριά ή ελπίδα. Μα εκείνα λάμπουνε παγερά και ατσαλένια.

Ωστόσο, κοίτα, να! χάραξε κιόλα η ανατολή κι έρχεται κύματα κύματα το φως για μια παγκόσμια ελπίδα.

Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου: Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 252 - 256.

No comments:

Post a Comment