Wednesday, January 12, 2022

«Ραγιάς-Μέρες και νύχτες 1821» του Γιάννη Καλπούζου


Όταν άνοιξα τα μάτια μου, βρισκόμουνα σ’ ένα κοτέτσι. Κάτω απ’ τη σχάρα με τις χοντρές βέργες που κούρνιαζαν οι κότες. Κει όπου πέφτανε οι κουτσουλιές τους. Μ’ είχανε κιόλας πασαλείψει πατόκορφα οι αναθεματισμένες. Ήμουν ξυπόλυτος, δίχως φέσι και με το γελέκι, το πουκάμισο και το σαλβάρι καταματωμένα. Το μούτρο μου και τα μάτια μου τούμπανο απ’ το πρήξιμο, θαμπά έγλεπα.
Ήτανε χαράματα, πονούσα, τρεμούλιαζα απ’ το αγιάζι, έζεχνα σαν ψοφίμι κι ένας διαολοκόκορας δεν απόσταινε να ξελαρυγγιάζεται πάνωθέ μου. Καινούργια μέρα να σου πετύχει. Μήτε να τον προγκήξω μπορούσα μήτε να κουνηθώ. Μόνο μαζώχτηκα κουβάρι και χτυπούσαν τα δόντια μου ασταμάτητα.
Ολόγυρα έφραζαν το υπόγειο του κοτετσιού πυκνά και κοντά κάγκελα. Παρέκει θωρούσα κάμποσες πορτοκαλιές και στο τέρμα του μπαχτσέ δίπατο σπίτι.
«Λοξοδρόμησε η κατάρα της γύφτισσας…» είχα το κουράγιο να χωρατέψω, «δε με βάλανε στη χάψη». Αλλά μήπως θα ’τανε καλύτερα να μ’ έχωναν στη φυλακή;
Συλλογιόμουν το πάθημά μου, τη δόλια αδερφή μου και τον άτιμο τον Μουράτ, που τον νομίζαμε για ντερμπεντέρη και ίσιο άνθρωπο. Αντίκρυ στο σπίτι μας έμενε, απ’ τους λίγους Τούρκους στον μαχαλά της Μουριάς. Ήτανε τάταρης, δηλαδή γραμματοκομιστής ή ταχυδρόμος της Διοίκησης. Καβαλούσε το άσπρο του άλογο, τον Γιλντιρίμ, και λίγωναν Τουρκοπούλες και Ρωμιές. Εγώ τον ζήλευα για το άτι του. Θαρρείς κονταροχτυπούσε τ’ αστέρια όταν ριχνόταν στον καλπασμό και σπίθιζε το καλντερίμι. Μα να που αποδείχτηκε κι ο Μουράτ λυκοθρεμμένος.
«Και στου βοδιού το κέρατο θα σε βρω και θα σε χαλάσω, κερατά!» έκραξα κι ευθύς μ’ έσφαξαν οι πόνοι.
Την αυγή σίμωσαν δυο τσούπρες, δουλικά. Μ’ έγλεπαν με περιέργεια, η μια χασκογελούσε κι η άλλη έμοιαζε να με σπλαχνίζεται.
«Το κονάκι του Σαχίν Αγά είναι τούτο;» ρώτηξα με τρεμουλιαστή φωνή.
Δεν απολοήθηκαν. Απολύσανε τις κότες στον μπαχτσέ και κατόπιν χάθηκαν κατά το σπίτι.
Βγήκε ο ήλιος και σύρθηκα σύρριζα στα κάγκελα για να λιάζομαι. Κύλησε πόση ώρα μέχρι να πάψει το χαρχάλισμα των δοντιών και να ζεσταθώ κομμάτι. Ως το μεσημέρι δε ζύγωσε άλλος άνθρωπος. Μονάχα τρία σκυλιά γυρόφερναν και κάποτε κάποτε μ’ αλυχτούσαν κοφτά κι άγρια.
Τότε φάνηκε ο Σαχίν Αγάς με τους γενίτσαρους. Ξεκλείδωσαν μια πορτοπούλα στα κάγκελα και μου έγνεψαν να βγω. Να σηκωθώ ούτε λόγος. Πέντε σπιθαμές ύψος είχε ο κοπρώνας του κοτετσιού. Μπουσουλώντας πήγα ως έξω. Έκαμα να ορθωθώ και με πάτησε ο ένας γενίτσαρος στον σβέρκο.
«Είσαι ο γιος του ναζίρ Λιάσκου;» ρώτηξε ο Σαχίν Αγάς.
Ρωμαίικα μιλούσε, όπως σχεδόν όλοι οι Τούρκοι της Πάτρας, μα έλεγε τον επιστάτη ναζίρ.
«Ναι, εφέντη».
«Και γιατί, ρε σκυλί, μου ρίχτηκες και με λάβωσες;»
«Μονάχα τη χατζάρα ήθελα…»
«Δεν κρατούσα χατζάρι, παλιοζάγαρο, δεν ξεχωρίζεις την πάλα; Ήξερες πως είναι πλουμισμένη με ζαφείρια και τη λιμπίστηκες;»
«Όχι, αγά μου, μόνο να…»
Μαγκώθηκα. Τι να ξεφούρνιζα, ότι θα σκότωνα τον Μουράτ, τον ανιψιό του; Ήτανε μαλωμένοι παλιότερα, μα τώρα; Κι ότι μαγάρισε την αδερφή μου;
«Τι μόνο, βρε κιοπέκ;»
«Να σκοτώσω ένα φίδι, εφέντη, στον κήπο της αδερφής μου».
«Για κανέναν μπουνταλά με περνάς, γκιαούρη; Χάθηκαν τα λιθάρια και τα ξύλα;»
«Αμώνω στην Παναγιά και στο γάλα που βύζαξα, δε σου λέγω ψέματα».
«Ζορμπάς είσαι, κλέφτης της πορδής!»
«Στείλε με στον καδή, εφέντη, να με δικάσει αφού δε με πιστεύεις», είπα παρακαλετά όπως ήμουνα γονατισμένος στα τέσσερα κι εκείνος από πάνω μου.
«Άμα σε στείλω στον καδή, θα χαθείς. Ληστεία με λαβωματιά… Αποκεφαλισμός θα ’ναι η κρίση του».
«Μα δε σε λάβωσα, αγά μου…»
«Κι ετούτο δω τι είναι;» μου αντιγύρισε, κι ανασηκώνοντας το μανίκι του αντεριού του, φάνηκε ένα γρατζούνισμα. «Γίνε μουσουλμάνος να γλιτώσεις. Να ζήσεις σαν σωστός άντρας, με ίρτζι[1] και παράδες, και ν’ απολαύσεις όταν αποθάνεις όλα τ’ αγαθά που γράφει το Κοράνι για τους αληθινούς πιστούς. Οι χριστιανοί είναι σκυλιά, κιοπέκια».
«Αφού με κατηγοράς για κλέφτη, αγά μου, τι με θέλεις ανάμεσα στους μουσουλμάνους; Για να σας χαλάσω τη σειρά;» ξεστόμισα την αντιλογιά μου.
Μια κλοτσιά του γενίτσαρου στο μούτρο μου μ’ έκανε να ρεκάξω και να μετανιώσω για το θάρρεμά μου.
«Μη με χασομεράς!» πέταξε αγριεμένος ο Σαχίν Αγάς. «Μονάχα ένα πράγμα θα κρατήσει το κεφάλι στον λαιμό σου. Να γενείς μουσουλμάνος».
«Καλύτερα να μου το πάρεις τώρα δα, εφέντη», αποκρίθηκα και καρτερούσα δεύτερη κλοτσιά. Όμως γαλήνεψε.
«Θα σ’ αφήσω να το στοχαστείς», είπε, και κατόπιν μ’ έσπρωξαν οι γενίτσαροι στο κοτέτσι και κλείδωσαν την πορτοπούλα.
Το γιόμα ήρθε ξανά μονάχος του. Όξω δε μ’ έβγαλε. Ρώτηξε πάλι αν δέχομαι να γίνω μουσουλμάνος, κι όταν αρνήθηκα, έσυρε την πιστόλα απ’ το ζωνάρι του. Κόλλησε την κάννη στο κούτελό μου και με ματαρώτησε.
«Όχι, εφέντη, ρίξε να γλιτώσω», απάντησα, κι όπως ήμουνα γονατιστός, έσφιξα τα κάγκελα.
Ο διαολογέννητος πυροβόλησε. Ένιωσα κάψιμο στην πέτσα μου, δυνατό πόνο και τραντάχτηκε το κεφάλι μου. Μα ως εκεί, δεν πέθανα. Ο αναθεματισμένος με τουφέκισε μονάχα με μπαρούτι, για φοβέρα. Καψαλίστηκαν τα μαλλιά μου ως το κορφοκέφαλο και κατουρήθηκα πάνω μου απ’ την τρομάρα.
«Την επόμενη φορά θα ’χει βόλι η πιστόλα, μα τον Αλλάχ!» φώναξε κι έφυγε.
[1] Κύρος, υπόληψη, αξιοπρέπεια.
Πηγή:https://blog.psichogios.gr/giannis-kalpouzos-ragias-meres-nyxtes-1821/


No comments:

Post a Comment