Monday, February 21, 2022

Η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων στη Λογοτεχνία


 

Πατριωτισμοί στα Γιάννενα

Περίεργο: από τα μαθητικά μου χρόνια στα Γιάννενα, δε θυμάμαι τις γιορτές για την 28η Οκτωβρίου, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά για την απελευθέρωση της πόλης. Ίσως, επειδή δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από τα γεγονότα του πολέμου στην Αλβανία και δεν είχαν προλάβει ακόμη να γίνουν μύθος, ενώ είχαν περάσει κιόλας σαράντα χρόνια από την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους, το 1913.

Θυμάμαι λοιπόν τις παρελάσεις στην πλατεία, στις 21 Φεβρουαρίου, όλο ερωτισμό, με την Άνοιξη να στέλνει τις πρώτες φουσκοδεντριές στις φλαμουριές του Κουραμπά και στα πλατάνια του Μώλου, και τις μαθήτριες με τις μαύρες ποδιές, να φλυαρούν ξαναμμένες. Λόγοι στη γιορτή του σχολείου, που κανείς μας δεν τους άκουγε, και τραγούδια, που τα συνόδευε ο συμμαθητής μας, ο Στέφανος Σταμάτης, με το βιολί:

«Τα πήραμε τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε οπού γελούν και κλαίνε».

Είχα προσέξει πάντως ότι το μόνο που κάπως μας συγκινούσε, κι εμένα και τους άλλους μαθητές, ήταν η αναφορά στο Μπιζάνι, που βρισκόταν πολύ κοντά στην πόλη, και τα υψώματά του τ’ αγναντεύαμε από το Βελισσάριο. Αλλά ποτέ δεν μας πήγαιναν εκδρομή πέρα από την Κιάφα, επειδή παραέξω έβραζε τότε ο Εμφύλιος. Όσο για το Βελισσάριο, το λόφο στην είσοδο των Ιωαννίνων, όπου πηγαίναμε για βόλτα ή για διάβασμα στο γρασίδι, με τη λιακάδα, κι αυτός κάτι μας έλεγε, αλλά μας μπέρδευε η συνωνυμία με τον βυζαντινό στρατηγό του Ιουστινιανού, με τον οποίο βέβαια δεν είχε καμία σχέση. Λίγοι από μας ξέρανε ότι ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Έλληνα αξιωματικού του 1912-13, του Βελισσαρίου, που παρέκαμψε την αντίσταση του Μπιζανίου και της Μανωλιάσσας, προχώρησε αριστερά στο διάσελο του Αγίου Νικολάου, το βρήκε αφύλαχτο κι έφτασε με το σώμα του στην άκρη των Ιωαννίνων. Ο Εσσάτ-πασάς, ο Τούρκος Φρούραχος, αιφνιδιάστηκε και παρέδωσε την πόλη. Κι ο Βελισσάριος, που είχε ενεργήσει αστόχαστα και χωρίς διαταγή, γλίτωσε το στρατοδικείο. Αλλά φαίνεται πως τα μεγάλα κατορθώματα μόνο οι αστόχαστοι τα πετυχαίνουν. Το ίδιο έγινε κι αργότερα, το 1940, με τον Μέραρχο της 8ης Μεραρχίας, τον Κατσιμήτρο, που αντί να συμπτυχθεί στο Μακρυνόρος, όπως του είχε ορίσει το Γενικό Επιτελείο, περίμενε τους Ιταλούς στο Καλπάκι και τους έστειλε στον αγύριστο.

Μαθητική εκδρομή στο Μπιζάνι πήγαμε μονάχα το 1950, όταν είχε τελειώσει πια ο Εμφύλιος κι εγώ τελείωνα τη Ζωσιμαία Σχολή. Πήγαμε και στο Εμίν Αγά, όπου, καθώς είπε στο λόγο που μας έβγαλε ο Γυμνασιάρχης, είχε το Στρατηγείο του ο Στρατηλάτης, δηλαδή ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος ο ΙΒ΄, που λίγο αργότερα ανακηρύχτηκε βασιλεύς των Ελλήνων μέσα στα Γιάννενα, στο σπίτι του Λάππα, όταν στη Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε ο Γεώργιος.

Αυτόν τον Κωνσταντίνο, τον ήξερα πιο πολύ από μια κορνιζαρισμένη ελαιογραφία του Γιαννιώτη ζωγράφου Κενάν Μεσαρέ που ήταν εκτεθειμένη μονίμως στην προθήκη του Φωτογραφείου Βασιλείου Κουτσαβέλη, κάτω από το ξενοδοχείο Ακροπόλ. Δεν ξέρω αν βρισκόταν εκεί για να θυμίζει το γεγονός της απελευθέρωσης ή να διακηρύττει τον φιλοβασιλισμό, άρα και την εθνικοφροσύνη, τον καταστηματάρχη, και τον πατριωτισμό του ζωγράφου με το παράξενο όνομα.

Όλα αυτά ήταν περιζήτητα διαπιστευτήρια εκείνα τα χρόνια.

Αλλά η πιο ζωντανή παρουσία που μας συνέδεε με το Μπιζάνι και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν ο Καπετάνιος. Κανείς δεν ήξερε το όνομά του ούτε την οικογένειά του – αν είχε. Παλιός μπιζανομάχος, όπως έλεγαν, φορούσε, χειμώνα καλοκαίρι, την ίδια πάντα θερινή στολή του 1912, με γαλόνια δεκανέα, με γκέτες και γαλλικό στρατιωτικό πηλήκιο, με μια πέτσινη λουρίδα λοξά στο στήθος, πάνω από το χιτώνιο. Μικρόσωμος και αδύνατος, μισή μερίδα, με γενάκι και μεγάλα άσπρα μουστάκια. Χαιρετούσε στρατιωτικά στο δρόμο τους αξιωματικούς – και υπήρχαν πολλοί τότε στα Γιάννενα, εξαιτίας του πολέμου και της 8ης Μεραρχίας. Άλλοι του το ανταπέδιδαν και οι πιο πολλοί κάνανε πως δεν τον είχαν αντιληφθεί. Εμφανής ήταν η παρουσία του στη βραδινή υποστολή της σημαίας της Μεραρχίας, στην Κεντρική Πλατεία, όπου φρόντιζε να είναι πάντα παρών, έπαιρνε θέση αντίκρυ της σε στάση προσοχής, όπως εξάλλου όλοι οι περιπατητές και οι θαμώνες των γύρω καφενείων και ζαχαροπλαστείων (του Αβέρωφ, του Παρθενώνα και της Μεγάλης Βρετανίας) και χαιρετούσε με τον παλιό τρόπο, φέρνοντας την παλάμη οριζόντια στο πλάι του πηληκίου.

Μ’ αυτόν τον τρόπο τον χαιρετούσαμε κι εμείς, όταν τον συναντούσαμε στο δρόμο. Φορούσαμε πηλήκιο και μας ανταπέδιδε τον χαιρετισμό. Μερικοί όμως του πετούσαν κοροϊδευτικά το στίχο από το τραγούδι που ήταν τότε της μόδας: «Καπετάνιε, καπετάνιε, χαμογέλα!» […]

Πότε τέλειωσαν όλα αυτά κι αν τέλειωσαν, δεν ξέρω. Για μένα πάντως τίποτε δεν τελειώνει. Και κάθε φορά που πηγαίνω στα Γιάννενα, με οποιαδήποτε αφορμή, όπως τώρα, κάνω βόλτες στον Κουραμπά, στην Πλατεία, στο Μώλο, συναντώ παλιούς φίλους που έχουν χαθεί, και το βράδυ, όταν χτυπάει η σάλπιγγα και γίνεται υποστολή της σημαίας, ψάχνω μπροστά στη Μεραρχία να ιδώ τον Καπετάνιο.

Χριστόφορος Μηλιώνης, «Πατριωτισμοί στα Γιάννενα», στο Ερ. Καψωμένος [επιμέλεια – ανθολόγηση] Η πόλις άδουσα, Ανθολόγιο Ηπειρώτικης πεζογραφίας, Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2002, σελ. 144-146.

Πηγή: https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/urban/item.html?iid=869




Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΒΙΛΑΕΤΗ - ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Τετρακόσια ογδόντα τρία χρόνια σκλαβιάς έζησαν οι Γιαννιώτες κι όμως αυτά δεν μπόρεσαν να εξαφανίσουν τον Ηπειρώτικο λαό μας, το Έθνος μας, την Ελληνική ψυχή μας. Το 1430 μ.Χ. παραδόθηκαν τα Γιάννενα στους Τούρκους αλλά δεν τούρκεψαν. Κράτησαν τη γλώσσα, έσωσαν την παράδοση, κάνοντας φάρο στην πικρή ζωή τους την Ελλάδα, για πέντε σχεδόν αιώνες. Πάλευαν για τη λευτεριά τους, ευαισθητοποιώντας όλους τους Έλληνες που έτρεξαν να βοηθήσουν στον τελικό αγώνα που μας έδωσε τη Λευτεριά, εκατό χρόνια σχεδόν μετά την Επανάσταση του 1821. Εθελοντικές ομάδες απ’ τον αλύτρωτο ακόμα Ελληνισμό, όλη η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, η Σμύρνη, τα βάθη της Μ. Ασίας, η Κύπρος, έσπευσαν να λάβουν μέρος και να δώσουν και τη ζωή τους ακόμα σε εκείνους τους πολέμους του 12-13. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων συντάραξε τις ψυχές και αποτυπώθηκε με ενθουσιασμό και συγκίνηση στην Λογοτεχνία, στην Τέχνη, στην Ποίηση. Τα Δημοτικά τραγούδια, η Λογοτεχνία, η Ποίηση κατέγραψαν την πίκρα για τη ζωή της σκλαβιάς και την προσμονή της Λευτεριάς, την πίστη γι’ αυτόν τον Αγώνα και τέλος τον ενθουσιασμό για το Μέγα Αποτέλεσμα: την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ακόμα και σήμερα, διαβάζοντας αυτά που γράφτηκαν τότε, έρχονται δάκρυα στα μάτια μας και στις καρδιές μας, σα να ζούμε τώρα εκείνες τις στιγμές.

  • Η Γκυ Σαντεπλαίρ, σύζυγος του Γάλλου Προξένου Δυσσάπ, μας δίνει μια τραγική περιγραφή των σκλαβωμένων ακόμα Γιαννίνων στο παρακάτω κείμενό της: «Μετά τις επτά τα Ιωάννινα είναι πόλις έρημος, πεθαμένη. Τι ερημιά, τι σιωπή! Ουδείς κρότος ακούεται από τα σπίτια. Τα παράθυρα είναι σκοτεινά. Το στρατοδικείο εργάζεται διαρκώς. Αι έρευναι και αι συλλήψεις διαδέχονται αλλήλας. Οι επίσημοι, δικηγόροι, ιατροί, έμποροι της πόλεως εφυλακίσθησαν, χωρίς να είναι γνωστή η αιτία της φυλακίσεώς τους. Τα μπουντρούμια είναι γεμάτα από τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους τους οποίους δέρνουν ανηλεώς… Χωρικοί καταδικασθέντες υπό του στρατοδικείου εκρεμάσθησαν εις τα δέντρα των δρόμων… Το να εισάγει κανείς Ελληνική εφημερίδα εις τα Ιωάννινα είναι έγκλημα!.. Ο ένοχος εκτίθεται αναμφιβόλως εις κίνδυνον να κρεμασθεί».
  • Ο «Ισραηλίτης, πολίτης των Ιωαννίνων Νισήμ δε Κάστρο» όπως υπογράφει ο ίδιος, με το ποίημά του «Η ευχή της Μάννας», εκφράζει τον πόθο του να λάβει μέρος στον αγώνα για τη Λευτεριά και ζητάει την ευχή της μάνας του «για να δοξαστεί η φυλή» κι εκείνη τον ευλογεί και καταλήγει: «…Στολίσου υιέ μου τ’ άρματα και φόρεσε το στέμμα / κι ορκίσου το ενώπιον της Παναγίας κι εμένα / που θα φυλάξεις την τιμή, του Έθνους τη Σημαία / και θα γυρίσεις νικητής, περήφανος μια μέρα»!
  • Ο Ανδρέας Καραντώνης (1962), με το ποίημά του «Πώς πήραμε τα Γιάννενα» δίνει τη στιγμή του Μεγάλου Αγγέλματος στο Νησί απ’ τον πατέρα του «πήραμε, πήραμε τα Γιάννενα» και καταλήγει στους τρεις τελευταίους στίχους: «…κι ήταν χαρούμενοι και κλαίγανε / που πήραμε πήραμε τα Γιάννινα / χωρίς κανένα ψέμμα, μόνο με αίμα…».
  • Ο Άγγελος Σημηριώτης περιγράφει πώς πέφτει το Κάστρο και παραδίνεται στου «Ρήγα το γυιο, της Μοίρας το γυιο» και δοξάζει τη στιγμή με τους τέσσερες τελευταίους στίχους: «Πάει η ψυχή του Αλή Πασά, του Αλή το μίσος πάει, / και να στης Λίμνης το βυθό η Ώρια κυρά ξυπνάει: / - Του Ρήγα γυιε, της Μοίρας γυιε, χρυσέ σαν καλωσύνη / δικά σου είναι τα Γιάννενα με την Κυρά Φροσύνη!»
  • Ο ποιητής Βουγιουκλάκης γράφει για τα δεινά του πολεμιστή, που δεν τον έκαναν να δειλιάσει: «Δεν με φοβίζουν μάνα μου οι σφαίρες, τα κανόνια / μα με φοβίζει η βροχή, του Μπιζανιού τα χιόνια. / Μάνα μου, σαν θάρθω πίσω την Ελευθεριά θα φέρω. / Νικητής θε να γυρίσω, κι άλλο πια δεν θα υποφέρω».
  • Ο ποιητής Στέφανος Δάφνης βάζει την πίστη του για τον σίγουρο ερχομό της Λευτεριάς στο στόμα των πουλιών που πετούν χαμηλά και λένε: «…Ανοίχτε στράτα διάπλατα και / στράτα μυρωμένη / κι έρχεται η Λευτεριά η Κυρά / με τ’ άνθη στολισμένη».
  • Ο Ιωάννης Πολέμης παροτρύνει τη Λευκοφόρα Νίκη στο ποίημά του: «Ο Χάρος πηγαινοέρχεται χωρίς να ξανασάνει… / - Αγκάλιασέ τον άφοβα ω λευκοφόρα Νίκη, / ….μα η δόξα σου είναι αυτός. / Κι αν στα σφιχταγκαλιάσματα τα κόκκινα τα χέρια / ματώνουν της χλαμύδας σου το κάτασπρο πανί, / μη την ξεπλένεις, άφες την να κοκκινίσει ακέρια: / Πορφύρα να γεννεί»!
  • Ο γλυκός τραγουδιστής Γεώργιος Χατζή - Πελλερέν (πατέρας του Δημ. Χατζή, Γιαννιώτη συγγραφέα), απ’ τις φυλακές μέσα στο Κάστρο που κρατιόνταν, καταδικασμένος σε θάνατο για την εθνική του δράση, γράφει στις 20/2/1913, παραμονή της μεγάλης μέρας, στο ποίημά του με τίτλο «21 Φεβρουαρίου 1913». «- Κάψε κανόνι! (η σκλάβα) δέεται κι απ’ τη σκληρή μου μοίρα και τη σκλαβιά μου βγάλε με ετούτη τη βραδιά!.. / «Κάψε!» μια σύγκαρδη φωνή όλη η πόλη υψώνει. / «- Κι ας είναι αντάμα κι ουρανός και χώμα να σμιχτούν! / Τζαμί μαζί κι εκκλησια ας γκρεμιστούν, κανόνι. / Τα Γιάννινά μας ‘λεύθερα μονάχα απόψε ας βγουν!».
  • Η Χρυσάνθη Ζιτσαία, Ηπειρώτισσα ποιήτρια που ζούσε στη Θεσ/νίκη, απευθύνεται στον παππού της που πέθανε 103 χρόνων, χωρίς να προφτάσει, για τρεις μήνες να δει τα Γιάννενα ελεύθερα, γράφοντας στο ποίημά της «Το φως τ’ ανέσπερο»: «Εκατόν τρία χρόνια ακέραια τά 'ζησες / και πάλι βιάστηκες, παππού μου, να πεθάνεις. / Τρεις μήνες μόνο ακόμα και θα πρόφταινες / ανάσταση να κάνεις. / Θάηταν πολύ τρεις μήνες να σου χάριζε / στ’ αδικημένο της ζωής σου το μεράδι; / Ας ήταν, Θεέ μου, μπορετό να σούδινα / κι απ’ της καντήλας μου το λάδι. / Να τόβλεπες, παππού, το φως τ’ ανέσπερο / -καϋμός σου και μαράζι κι έγνοια πρώτη – / Κι απέ να διάβαινες στην δίκαιαν ώρα σου, / παλιέ μου εσύ Γιαννιώτη».
  • Ο Βασ. Κραψίτης, Ηπειρώτης λογοτέχνης – ποιητής, κλείνει το βιβλίο του «Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων στην ποίηση», απ’ όπου αντλήθηκαν αποσπάσματα για τούτο το αφιέρωμά μου στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, με το ποίημά του για το Μπιζάνι και στέλνει τις παραινέσεις του και το φωτεινό του κάλεσμα – κάτω από Εθνικές καταιγίδες – για μια ανάταση της ψυχής, όπως προφητικά ο ίδιος λέει στο ποίημά του «ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ»: «Η Πατρίδα μιλάει: / ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ! / Έτρεξαν όλοι, όλοι / Πρώτοι οι θεοί / που χάραξαν στις συνειδήσεις / την ατομική ευθύνη. / Έτρεξε κι η Ιστορία / ακόμα κι οι ψυχές. / Έτσι γράφτηκε εκείνη η εγρήγορση. / Κι απ’ τα ψηλώματα / κάποτε / εκύλισε η Λευτεριά / κι είπε: / Μη ρωτάτε! / Το Μπιζάνι έπεσε… / Το Μπιζάνι έπεσε… / ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ! / Αυτή η νέα προσταγή …………….. Όμως από τότε ηχεί / σαν Μαραθώνιο σάλπισμα / μιας αιώνιας Πατρίδας / για να φωτίζει, να φλογίζει / και να νουθετεί. / Γρηγορείτε!..»

[Αναδημοσίευση από την εφημερίδα: "ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ"]

No comments:

Post a Comment