ΠΡΩΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Άξαφνα, αραιώνοντας λίγο η αντάρα, φάνηκαν να έρχονται οι Τούρκοι του Κιουταχή πανστρατιά προς την Κλείσοβα· περπατώντας μες στο νερό απ’ τα ανατολικά και με πλοιάρια απ’ το Βασιλάδι, βαρώντας με τα κανόνια που είχαν απάνω τους.
Χτυπούσαν και τα τύμπανα και φύσαγαν τις τρομπέτες για να μας τρομάξουν και να ψυχώνονται οι δικοί τους…
Στο νησάκι, όλο κι όλο εξήντα οργιές στο μάκρος και είκοσι έξι στο φάρδος, βρισκόμασταν εκατόν τριάντα. Αραδιαστήκαμε στο ξύλινο τείχος ολόγυρα στην ακτή κι άλλοι στην Αγία Τριάδα και στην πελάδα όπου πλαγιάζαμε. Στην εκκλησιά υπήρχαν πολεμίστρες, ενώ στη σκεπή, γύρω απ’ το μικρό καμπαναριό, είχαμε φτιαγμένη ντάπια από λιθάρια, ξύλα και κοφίνια με χώμα. Εκεί ήτανε στημένα και τέσσερα κανόνια, τα δυο μεσαία και τα δυο μικρά.
Πιάσαμε να τουφεκάμε τους Τούρκους και να ρίχνουμε με τα κανόνια. Όπως δυσκολεύονταν να περπατήσουν, γιατί καταβούλιαζαν στον πάτο της λιμνοθάλασσας και τους μπόδιζε και το νερό, δεν πήγαινε κανένα βόλι χαμένο.
Όμως, πίσω απ’ το πούσι και τους καπνούς των πυροβολισμών ξεφύτρωναν άλλοι, δε σώνονταν οι σατανάδες.
Έφταναν στον φράχτη και χαλούσαμε αβέρτα. Κάμποσοι τραβούσαν τα παλούκια, διάβαιναν και ζυγώνανε στο δεύτερο ξύλινο τείχος. Κατάφεραν και να πατήσουν στη στεριά δυο σημαιοφόροι τους, μα τους ξεπαστρέψαμε.
Λαβώνονταν και σκοτώνονταν κι από εμάς. Πιότεροι οι πληγωμένοι, καθώς οι άπιστοι βαστούσαν κοντόκανα ναυτικά τρομπόνια που έριχναν πολλά βόλια μαζί, μυδράλια τα λέγαμε.
Τότε φάνηκε απ’ το Μεσολόγγι ο στρατηγός Κίτσος Τζαβέλας με επτά-οκτώ άντρες. Είχε τρέξει πρώτος, πήδηξε σε μια πάσαρα, που την έσπρωχνε με το κοντάρι ο δεκαεξάχρονος Μεσολογγίτης Αναστάσης Βορίλας, και πέρασε μέσα απ’ τον χαλασμό. Σκότωσαν μόνο τον γραμματικό του και λάβωσαν έναν στρατιώτη.
Ο ερχομός του μας γκάρδιωσε όλους. Δοκίμασαν κι άλλοι, όπως ο Γιώργης και ο Γιάννης Τζαβέλας και ο Κωνσταντής Τρικούπης, μα τους βούλιαξαν οι Τούρκοι τις πάσαρες και πλιο τουφέκιζαν από μακριά. Όπως ρίχνανε και τα κανόνια απ’ τα νησάκια του Ανεμόμυλου και του Λητροβιού.
Τα γιουρούσια των Τούρκων γίνονταν απανωτά κι έρχονταν απ’ όλες τις μεριές, χωμένοι στο νερό μέχρι το ζωνάρι ή τον λαιμό, και πάνω σε πριάρια.
Οπισθοχωρούσαν και έστελναν άλλους.
Στέγνωσε η γλώσσα μας για νερό. Έπεμψαν οι αρχηγοί ένα παιδί απ’ τους Γελεκτσήδες, τον Πέτρο Γαλιώτο, να ειδοποιήσει στο Μεσολόγγι για νερό και μπαρούτι. Κατάφερε να διαβεί με το πριάρι καταμεσής στα χιλιάδες βόλια και αργότερα στράφηκε με τον Καρακώστα Δροσίνη και τον Γάκη Βαλτινό. Όμως, τρεις οργιές προτού φτάσουν, χάλασαν οι άπιστοι το αντρειωμένο παιδί όπως άμπωχνε το πλοιάριο με το κοντάρι.
Οι άλλοι δυο έβγαλαν το νερό και το μπαρούτι στην Κλείσοβα. Μαύρο νερό άμα μετρήσεις την ψυχούλα του παιδιού, που κανένας δεν το λογάριαζε κείνη την ώρα. Στην τέταρτη έφοδο μας στρίμωξαν. Πατήσανε στο νησάκι και μαζωχτήκαμε όλοι στο ταμπούρι γύρω απ’ την Αγία Τριάδα, μέσα στην εκκλησιά, κι αρκετοί στην ντάπια της σκεπής. Είχανε πέσει ο Κίτσος Πάσχος κι ακόμα δεκατρείς και λαβώθηκαν δεκάξι. Τα καριοφίλια και οι πιστόλες έκαιγαν και κάμποσα έσκασαν.
Μήτε να κατουρήσουμε τις κάννες για να κρυώσουν δε βρίσκαμε καιρό. Πια ογδόντα τουφέκια δούλευαν.
Μοιραστήκαμε δυο δυο, ο ένας γιόμιζε κι ο άλλος έριχνε. Τους αμπώξαμε πάλι στη λιμνοθάλασσα. Βγήκανε και πολλοί δικοί μας ξανά στο ξύλινο τείχος. Οι Τούρκοι ξαμολήθηκαν σε άλλα δυο γιουρούσια, κι ας έπλεαν στα νερά εκατοντάδες κουφάρια. Αντέξαμε και δόθηκαν στη φευγάλα. Στην τελευταία έφοδο πετύχαμε καιτον ίδιο τον Κιουταχή στο ποδάρι. Ίσαμε είκοσι παλικάρια καμώνονταν: «Εγώ τον βάρεσα».
Είχε πάει μεσημέρι…. (Η συνέχεια στο βιβλίο).
……………………….
ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Οι καπεταναίοι στο στράτευμα είχανε μαζέψει εκατοντάδες παιδιά, ορφανά Ελλήνων ή Τουρκόπουλα, που τα νομάτιζαν ψυχογιούς. Φρόντιζαν για το φαΐ, το νερό, το πλύσιμο των ρούχων, το καθάρισμα των αρμάτων και το άναμμα των τσιμπουκιών των οπλαρχηγών. Όμως πολλοί, παίρνοντας τα χούγια των Τούρκων, τα κάμανε γιουσουφάκια τους, αρσενικές μορόζες.
Όταν ήρθε ο Καποδίστριας απαγόρεψε τους ψυχογιούς στον στρατό. Στο Ναύπλιο σύναξε κάμποσα το ορφανοτροφείο της Φιλανθρωπικής Εταιρείας και τα υπόλοιπα γύριζαν στους δρόμους και διακόνευαν. Την επόμενη χρονιά θα τα συγκέντρωναν όλα στο ορφανοτροφείο της Αίγινας, κτίσμα του κυβερνήτη.
No comments:
Post a Comment